Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

Δεν είναι η Ελλάς η πρώτη χώρα που θα εξέλθει από το ευρώ, αλλά η Γερμανία

Δεν είναι η Ελλάς η πρώτη χώρα που θα εξέλθει από το ευρώ, αλλά μάλλον η Γερμανία. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγουν...






έγκυροι αναλυτές, όπως ο οικονομολόγος Πέτερ Μπόφινγκερ, ο καθηγητής Πωλ Κρούγκμαν και οι διαβόητοι Ράινχαρτ και Ρογκόφ, που οδήγησαν την Ευρωζώνη στην «ενάρετη λιτότητα», με τα γνωστά καταστρεπτικά αποτελέσματα. Άλλωστε στη Γερμανία προοδεύει το Εναλλακτικό Κόμμα (ΑfD), που επιχειρηματολογεί πειστικά υπέρ της επαναφοράς του μάρκου. Οι μεν καθηγητές υποστηρίζουν ότι η επάνοδος της Γερμανίας στο μάρκο οφείλεται στη λανθασμένη αρχιτεκτονική του ευρώ (Σ.Σ.: που με μερεμέτια διορθώνεται], οι άλλοι δε στην κόπωση της Γερμανίας να πληρώνει «τα σπασμένα» της Ευρωζώνης, δηλαδή τα τεράστια ελλείμματα του ευρω-νότου (που συνεχώς διευρύνονται). Εν τούτοις, η πραγματική αιτία που συνηγορεί στην έγκαιρη έξοδο της Γερμανίας είναι άλλη: τα τεράστια πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών [Σ.Σ.: το αλγεβρικόν άθροισμα του εμπορικού πλεονάσματος συν των αδήλων πληρωμών). 

Η γερμανική οικονομία συσσωρεύει τεράστιες απαιτήσεις ευρώ εις βάρος των άλλων της Ευρωζώνης τις οποίες αδυνατούν να εξυπηρετήσουν οι ελλειμματικές χώρες. Επιπροσθέτως, τα μεγάλα γερμανικά πλεονάσματα λειτουργούν αντιπληθωριστικά εις βάρος των δυνατοτήτων αναπτύξεως της γερμανικής οικονομίας και της βελτιώσεως του βιοτικού επιπέδου του γερμανικού λαού. Συγκεκριμένως, το πλεόνασμα των τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας ανήλθε στο δυσθεώρητο ποσόν των 260 δισ. δολαρίων το δωδεκάμηνο που έληξε τον περασμένο Νοέμβριο, όπου αντιπροσώπευε το 6,9% του γερμανικού ΑΕΠ της ιδίας περιόδου και το 96% του συνολικού πλεονάσματος τρεχουσών συναλλαγών της Ευρωζώνης. Η Γαλλία, αντιθέτως, παρουσίασε τρέχον έλλειμμα 42 δισ. δολαρίων, το Βέλγιο 13 και οι άλλες χώρες ανάλογα, πλην της Ολλανδίας και της Ισπανίας. 

Η οικονομική ανάπτυξις της Γερμανίας υπήρξε αναιμική το περασμένο έτος (μόλις 0,4%) εξ αιτίας της περιοριστικής εισοδηματικής και νομισματικής πολιτικής που εφήρμοσε η γερμανική κυβέρνησις. Αντιθέτως, χώρες που χαλάρωσαν την οικονομία των επέτυχαν άνοδο του ΑΕΠ, ως η Βρεταννία 1,5%, ο Καναδάς 1,7%, οι ΗΠΑ 1,8% και η Ελβετία 1,9%. Ως εκ τούτου μείωσαν και την ανεργία των. 

Η επιβράδυνσις της γερμανικής οικονομίας ναι μεν χαλιναγώγησε τον πληθωρισμό (1,5%), αλλά διατήρησε την ανεργία πολύ υψηλά (6,9% του ενεργού πληθυσμού). Ήδη η Γερμανία απώλεσε ένα σοβαρό ποσοστό δυνητικού εισοδήματος που θα μπορούσε να βοηθήσει τους Γερμανούς αλλά και τους υπολοίπους Ευρωπαίους που μαστίζονται από ανεργία να βελτιώσουν την οικονομική των κατάσταση. 

Η σφικτή νομισματική πολιτική που υπαγορεύει η Γερμανία στην ΕΚΤ προκάλεσε εκτεταμένη ανεργία στην Ευρωζώνη, η οποία ανήλθε πέρυσι στο 12,1% του ενεργού πληθυσμού, έναντι 6,7% των ΗΠΑ, όπου η Κεντρική Τράπεζα, η ΦΕΝΤ, εφήρμοσε χαλαρά νομισματική πολιτική, μ’ αποτέλεσμα την αύξησή της απασχολήσεως και τον περιορισμό του δημοσίου ελλείμματος. 

Δεν τελειώνουν όμως εδώ οι παρενέργειες του λανθασμένου μείγματος οικονομικής πολιτικής της Γερμανίας: το 2012, για το οποίο υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, μετανάστευσαν στη χώρα αυτή 1,1 εκατομμύρια εργαζόμενοι απ’ τις άλλες χώρες, οι οποίοι κατά τα 2/3 προήρχοντο από την ΕΕ. 

Το ίδιο έτος εγκατέλειψαν τη Γερμανία 712.000 Γερμανοί, άνθρωποι υψηλής καταρτίσεως (γιατροί, μηχανικοί, στελέχη επιχειρήσεων κ.λπ.), λόγω κυρίως της υψηλής φορολογίας στη χώρα τους. 

Η Γερμανία έχει συσσώρευση πλεονάσματα στο ισοζύγιον τρεχουσών συναλλαγών της τάξεως των 1,5 τρις ευρώ απ’ το 1999 έως το 2013. Εάν τα πλεονάσματα αυτά είχαν δαπανηθεί για δημόσιες επενδύσεις είτε υπό τη μορφή ιδιωτικής δαπάνης, η ανεργία θα είχε εξαλειφθεί από τη Γερμανία και ίσως απ’ την «ηνωμένη Ευρώπη». 

Η Ευρώπη έχει πέσει θύμα της μερκαντιλιστικής αντιλήψεως των Γερμανών πολιτικών, που ηδονίζονται με τα πλεονάσματα συναλλάγματος και δεν αντιλαμβάνονται ότι μέσα σε μια νομισματική ένωση τα πλεονάσματα αυτά έχουν νόημα μόνον όταν χρηματοδοτούν τ’ αντίστοιχα ελλείμματα των άλλων χωρών της όχι τόσον μέσω μεταβιβάσεως πληρωμών (χρεών όπως τώρα), όσον δια της «ενεργού ζητήσεως», που αυξάνει την απασχόληση και την παραγωγικότητα της εργασίας. 

Αυτό είναι κυρίως το ζητούμενο στην Ευρώπη που υποφέρει (πλην Γερμανίας) από υποχώρηση της ανταγωνιστικότητος του ευρωπαϊκού προϊόντος στις διεθνείς αγορές. 

Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εάν συνεχισθεί η παρούσα πολιτική περιστολής των εργατικών εισοδημάτων και της εν γένει λιτότητας, τότε η ποιότης ζωής στην Ευρωζώνη θα υστερήσει κατά πολύ των ΗΠΑ το 2023, εν αντιθέσει προς τις δεκαετίες 1980 και 1990, που ήταν περίπου ιδία στις δύο νομισματικές ενώσεις, των ΗΠΑ και της ΕΕ. 

Η Γερμανία θα μπορούσε να διορθώσει τις ανισοσκέλειες της οικονομίας της και δι’ άλλου τρόπου: να φύγει για ένα χρονικό διάστημα από την Ευρωζώνη και ν’ ανατιμήσει το μάρκο από 2 εις 1,5 ανά ευρώ (25% ανατίμησις) ούτως ώστε να μειώσει τα πλεονάσματα τρεχουσών συναλλαγών, ν’ ανασχέσει την ύφεση της οικονομίας και ν’ αυξήσει την ιδιωτική δαπάνη και την κοινωνική περίθαλψη μέσα στη χώρα της. 

Το μόνον εμφανές μειονέκτημα της πολιτικής αυτής θα ήταν ότι θα προκαλούσε άνοδο του πληθωρισμού στη Γερμανία, που τον φοβούνται οι Γερμανοί ως ο διάολος το λιβάνι. Αλλά η τυχόν ταχύτερα άνοδος του γενικού επιπέδου των τιμών είναι προτιμωτέρα από του να μένουν εκατομμύρια εργαζομένων άνεργοι και να χάνεται το δυνητικό εισόδημα.

Ερώτημα στην περίπτωση αυτή γεννάται για τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης – αν θα αντέξουν την αποχώρηση της Γερμανίας από το ευρώ. Αλλά αν αυτό δεν γίνει, τότε θα επισπευσθεί μια διεργασία που ούτως ή άλλως εμφανίζεται αναπόφευκτη. 









Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου